- προσειλώ
- -έω, και επικ. τ. προτιειλέω, Α1. καταδιώκω, αναγκάζω κάποιον να τραπεί προς μια κατεύθυνση («αἰεὶ μὲν ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι προτιειλεῑν» — να τόν στρέψουμε από τον στρατό προς τα πλοία, Ομ. Ιλ.)2. παθ. προσειλοῡμαι, -έομαιπερικλείομαι, περιορίζομαι («τοῑς κατὰ μέρος προσειλεῑσθαι», Σέξτ. Εμπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + εἰλῶ «περικλείω, πιέζω»].
Dictionary of Greek. 2013.